- ἐργασμένος
- ἐργάζομαιworkperf part mp masc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμωτός — ή, ό [κάνω] 1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος 2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος … Dictionary of Greek